- μετεμφυτος
- μετέμφυτοςμετ-έμφυτος2пересаженный, привитый
(ὀθνείοις ὄζοισι Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὀθνείοις ὄζοισι Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μετέμφυτος — μετέμφυτος, ον (Α) (και μτφ.) αυτός που έχει εκ νέου εμβολιαστεί ή έχει επηρεαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἔμφυτος] … Dictionary of Greek
μετέμφυτος — engrafted afresh masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)